μακρήγορος

μακρήγορος
-η, -ο (AM μακρήγορος, -ον)
αυτός που μιλά διεξοδικά, μακρολόγος, απεραντολόγος.
επίρρ...
μακρηγόρως (Μ)
με μακρήγορο τρόπο, με διεξοδική ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακρήγορος — speaking at great length masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρηγορώτατον — μακρήγορος speaking at great length masc acc superl sg μακρήγορος speaking at great length neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρηγόροις — μακρήγορος speaking at great length masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρήγοροι — μακρήγορος speaking at great length masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρηγορής — μακρηγορής, ές (Μ) μακρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ηγορής (< ἀγορά), αντί τού μακρήγορος, πιθ. κατά τα επής (< ἔπος), πρβλ. αισχρο επής, ψευδο επής] …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακρηγορώ — (AM μακρηγορῶ, έω, Α δωρ. τ. μακραγορῶ) [μακρήγορος] μιλώ διεξοδικά ή για πολύ χρόνο, πολυλογώ, απεραντολογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”